- πεντάτροπος
- πεντά-τροπος, von fünffacher Art
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πεντάτροπος — ον, Α αυτός που έχει πέντε τρόπους ή αυτός που εμφανίζεται σε πέντε τρόπους («πεντάτροπος κίνησις τοῡ ἡλίου», Ψ. Διον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + τρόπος (πρβλ. τετρά τροπος)] … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
ՀՆԳԱՅԵՂԵԱՆ — ( ) NBH 2 0107 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 13c ա. πεντάτροπος quinqueformis. Որ ունի զհինգ յեղմունս կամ զփոփոխմունս. հնգատեսակ. *Արեգակն ինքեան ընթացիւք զհնգայեղեանն իւր շարժութիւն տասամբք ժամուք հաւաքեալ. Դիոն. թղթ.: *Հնգայեղեան… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)